- μεταρχή
- μετ-αρχή, [dialect] Dor. [suff] μετ-ά, ἡ, part of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll.4.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταρχή — και δωρ. τ. μεταρχά, ἡ (Α) μέρος τού κιθαρωδικού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρχή (πρβλ. κατ αρχή, υπ αρχή)] … Dictionary of Greek
μεταρχά — μεταρχά̱ , μεταρχή fem nom/voc/acc dual μεταρχά̱ , μεταρχή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek